Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ αὔριον

См. также в других словарях:

  • αὕριον — αὔριον , αὔριον to morrow indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔριον — to morrow indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὔριον — αὔριον , αὔριον to morrow indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂԻՒ — (ղուի, ղուէ.) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c գ. αὕριον, ἑπαύριον, ὅρθρος mane, cras, crastinus, dies. Օրն լուսանալի զկնի այսր աւուր. վաղորդայն. յաջորդ առաւօտ. այգն կամ լուսանալն նորա. վաղուան՝ եգուց օրը, առտուն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • μεθαύριο — (ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον) επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέρα («μεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας») νεοελλ. 1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο») 2. ως ουσ. η μεθαύριον η… …   Dictionary of Greek

  • μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • утро — др. русск. утро, ст. слав. оутро ὄρθρος (Ассем., Супр., Мар., Зогр., Рs. Sin., Еuсh. Sin.), наряду с ютро (Мар., Зогр., Рs. Sin.; см. Дильс, Aksl. Gr. 78), болг. утро (Младенов 656), сербохорв. jу̏тро, словен. jutro, чеш. jitro, слвц., польск., в …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Andreas Embirikos — ( el. Ανδρέας Εμπειρίκος) (Brăila, 1901 ndash; Athens, 1975) was a Greek surrealist poet and the first Greek psychoanalyst.LifeEmbirikos came from a wealthy family as his father was an important ship owner. He was born in Brăila, Romania, but his …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»